μοντάρω

μοντάρω
(I)
1. τεχνολ. συναρμολογώ τα τμήματα μιας μηχανής
2. (γραφ. τέχν.-κινην.-φωτογρ.) κάνω μοντάζ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. montare (βλ. λ. μοντάζ)].
————————
(II)
βλ. μουντάρω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μοντάρω — μοντάρω, μόνταρα και μοντάρισα, βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μοντάρω — μόνταρα και μοντάρισα, μονταρισμένος (λ. ιταλ.), συναρμολογώ μηχάνημα: Μοντάραμε τη μοτοσικλέτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοντάρισμα — το 1. η συναρμολόγηση τών τμημάτων και εξαρτημάτων μιας μηχανής, κν. στήσιμο 2. (γενικά) συναρμολόγηση κάθε είδους πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοντάρω κατά τα ουδ. σε ισμα] …   Dictionary of Greek

  • μουντάρω — και μοντάρω κινούμαι ορμητικά εναντίον κάποιου, εφορμώ, χυμώ, επιτίθεμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. montare «ανεβαίνω»] …   Dictionary of Greek

  • ξεμοντάρω — λύω μηχανήματα στα τμήματα ή στα κομμάτια που τά απαρτίζουν, αποσυναρμολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + μοντάρω (Ι) «συναρμολογώ τα τμήματα μηχανής»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”